Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

5. Το πταίσμα του πολύπτυχου πτυχιούχου πτυελοδέκτη

Με τούτη δω τη σπάθα θα σου χαράξω όμικρον και ρο στα κωλομέρια και θα σου χώσω το πί ανάμεσα. Αχαϊρευτε!” είπε ο Τάσος με απεχθή και συνάμα κοροιδευτική χροιά.
Αφού είχαν κάνει το σπίτι του ήδη μπουρδέλο με τον καβγά τους, ο σαματάς είχε μεταφερθεί πλέον στον κήπο οπού μπορούσαν κι οι δυό να μανουβράρουν τους κρεμασμένους τρικέφαλούς τους άνετα.
Μόνο η μάνα μου μπορεί να με αποκαλεί αχαϊρευτο.” φώναξε ο Μήτσος. “Αυτό ξεπλένετε μόνο με αίμα.”
Η μάχη μαίνονταν για κάμποσα βασανιστικά δευτερόλεπτα, αποτελούμενη κυρίως από βρισιές και άστοχα χτυπήματα σε απελπιστικά αργές ταχύτητες. Αναψοκοκκινισμένοι, αιματοβαμένοι και στα όρια του εμφράγματος συνέχισαν να κουνούν τα όπλα τους.

Μεχρι που...
Δόκιμος αστυνομικός Μπάτσοκλος Σαστισβρέχωφ. Σταματήστε αμέσως!” ακούστηκε μια βροντερή φωνή.
Μία μεγάλη σκιά, ακολουθώμενη από έναν εξίσου ογκώδη τύπο με έντονα χαρακτηριστικά αρρενωπότητας, μείωσε τη βραδυνή ορατότητα στα ήδη προβληματικά μάτια τους.
Καλησπέρα αστυφύλαξ. Τι κάνετε;” ρωτησε ο Μήτσος.
Επιβάλω το νομο, την τάξη και τη δημοκρατία.” ξελαρυγκιάστηκε το όργανο.
Και έχει δουλεία;”
Τελειώνω την πρακτική μου στο γκλόπ και χρωστάω ακόμα Ρουφιανιά 2 για το πτυχίο. Μετά στο ψάξιμο.”
Χαϊδεύοντας το γκλόπ, που ήταν κολημένο στο μπούτι του, πιό αγαπησιάρικα κι απ' το πουλί του, συνέχισε:
Κάνετε πολύ φασαρία”
Οι φασιανοί θα κάνουν απεργία; Ο Ανέστης στο κοτοπουλάδικο ισχυρίζεται οτι τρείς στους τέσσερις είναι πιο νοστιμοι με μπρόκολο, ενώ ο τελευταίος είναι έξω με εγγύηση τους δυο τελευταίους μήνες” έθεσε ο Μήτσος.
Ο Βουδισμός σας πολίτευμα απέτυχε, αλλά ο Έλληνας ζήσε Μάη να φας τριφύλλι. Γι αυτό δεν πάει μπροστά αυτή η χώρα.” διαφώνησε ο Τάσος.
Είσαι κομμουνιστής!”
Εισαι βρωμοδεξιός!”
Αναρχικοί!” αναφώνησε ο μπάτσος. “Κάντε πίσω γιατί θα καλέσω ενισχύσεις.”
Δώσ' μου παλικάρι μου δυο λεπτάκια να σου φέρω το ασύρματο από μέσα. Δουλεύει με wifi μέσω skype. Μη χρεώνεσαι κιόλας.” εξήγησε ο Τάσος.
Λοιπόν, γαμώγεροι τραβάτε πίσω στην πάπια σας γιατί θα βάλω το Χάρη να σας μαζέψει.” είπε τελεσίδικα το όργανο, αγνοώντας το γέρο.
Ο Τάσος ακούγοντας αυτό κόρδωσε το κουρασμένο του κουφάρι και με το κωλοδάχτυλο στερέωσε τα γυαλιά στη μύτη του.
Αυτός είναι ο κήπος μου που πατάς κύριος. Για την ακρίβεια δε σε κάλεσε κανείς”
Γιέα, φακ δε πολίς”, συμπλήρωσε ο Μήτσος και ένιωσε το βλέμα συμπαράστασης του Τάσου να διαπερνά τα γέρικα κοκαλά του.
Το σφύριγμα του Τάσου αντήχησε στη γειτονιά ξεψυχισμένο και κακόφωνο, σαν την τελευταία πνοή του Λάκη. Ο Αρίβαλος άκουσε το κάλεσμα του αφέντη του και χωρίς να χάσει χρόνο παράτησε τη νοστιμότατη, υποαλεργική τροφή του και όρμηξε πρώτα στον κήπο κι έπειτα στο όργανο του οργάνου.

Πεσμένος στο τέλεια κουρεμένο γκαζόν του Τάσου, με την αρκουδοπαγίδα να κρέμεται απ' τα παπάρια του και να κουνάει την ουρά, ο Μπάτσοκλος έχασε τις αισθήσεις του. Λίγο πρίν όμως κλείσει τα μάτια του είδε δύο γέρικες μουτσούνες να του σκιάζουν το πρόσωπο και να χαμογελούν ύπουλα. Και αυτό είναι και το τελευταίο πράγμα που θυμάται.



4. Η πέτρα του σανδάλου

Η φάση στο σπίτι του Τάσου ήταν ζεν και δε συμαζεύεται. Χάντρες κρεμόταν απ' το ταβάνι και μπονσάι φύτρωναν στο έδαφος. Σκοτεινές ούγκα μπούγκα μουτσούνες κοίταζαν τον Μήτσο απ' τους τοίχους του σαλονιού. Αυτός ατάραχος, καθισμένος στον καναπέ μπροστά στο κοντό γυάλινο τραπέζι περίμενε το φραπέ του. Αρωματικά ξυλάκια έκαιγαν. Με άρωμα παπουδίλας, το πλέον αναγκαίο αξεσουάρ για κάθε σπίτι ηλικιωμένου.
Έχωσε το μεγάλο του δάχτυλο στο τριχωτό του ρουθούνι μέχρι να πιάσει εγκέφαλο. Έξυσε τα τοιχώματα και έβγαλε απο μέσα το ξεραμένο μυξόνι, το έκανε μπαλίτσα και στόχευσε το τσάι του Τάσου που τον περίμενε στο τραπέζι. Κατα τη ρίψη του μυξοσβόλου, και μην έχοντας υπολογίσει σωστά τη μαλακότητα του, η αηδία κόλησε στο νύχι του δείκτη του. Χωρίς δισταγμό, αλλά όσο πιο διακριτικά μπορόυσε βούτηξε ολόκληρο το δάχτυλο στην κούπα του αγαμογέροντα.
Από την πορτα της κουζίνας με την άκρη του ματιού του ο Τάσος είδε την ύπουλη κίνηση του φαλάκρα. Εξίσου αθόρυβα κάλεσε το πηχτό, πράσινο κακό από τη μύτη στο στόμα του και άφησε τη ροχάλα να γίνει ένα με το φραπόγαλο του Μήτσου.
Κάθησαν ο ένας απέναντι στον άλλο και κοιτάξαν για δυο στιγμές τα ποτά τους. Ρούφηξαν δυνατά. Ο ήχος της εκπνοής απόλαυσης της πρώτης γουλιάς έσπασε τη σιωπή.
Ο Αρίβαλος μπήκε στο παρτέρι μου και τα έκανε μουνί.” είπε ο Μήτσος με παγερή φωνή.
Σκύλος είναι Μήτσο, πως περιμένεις να τιθασεύσω ένα τέτοιο θεριό;” απάντησε ο Τάσος.
Πρίν προλάβει να τελειώσει τη φράση του το τραπέζι είχε αναποδογυρίσει, ο Τάσος βρισκόταν ανάσκελα και ο γεροκόνδορας στον αέρα με το πι έτοιμο να χτυπήσει. Με ένα γρήγορο σήκωμα του μπαστουνιού κατάφερε να βρεί τον Μήτσο καθώς ερχόταν στο σαγόνι και να τον πετάξει πίσω. Ο μπέντζαμιν στο βάθος του σαλονιού συνάντησε απότομα τα κωλομάγουλα του γέρου και έγινε ένα με το μάλινο χαλί, το άσπρο, εκείνο από 100% καθαρό πρόβατο.
Ο καβγάς μόλις είχε αρχίσει.
Με τα χείλια ζόρια και κόκκινα απ' το αίμα ο Μήτσος σηκώθηκε.
Πάλι δε φοράς κάλτσες και φαίνονται τ'αρχίδια σου βρωμοχίπη.” είπε ειρωνικά στον Τάσο και του έκανε κωλοδάχτυλο. Στο καπάκι αρπάζει μια σακούλα με σκυλοτροφή και την εκτοξεύει στη μαλλιαρή κεφάλα του άλλου. Ο Τάσος δέχτηκε τη σακούλα στη μάπα και περιλουσμένος με τη σκυλοτροφή, έχασε την ισορροπία του και χτυπώντας στο τζάκι έφαγε το κάδρο του παππού Φαιοχήτων κολάρο.
Ποταπέ γεροντίλε, θα σε αποκεφαλίσω με την κατάνα μου και θα ρουφήξω επιδεικτικά το τσάι μου απο το άδειο σου κρανίο.” είπε ο Τάσος μισοτυφλωμένος και τράβηξε την αρχαία κατάνα των προγόνων του μέσα απ' το μπαστούνι του.
Ο Μήτσος πάτησε ένα κουμπί στη λαβή του πι και μαχαίρια βγήκαν απ' τις άκρες του. Κοίταξε τον εχθρό κάτω από τα πολύτριχα φρύδια του και έσφιξε τις γροθιές στης λαβες του όπλου του.
Ο Τάσος σκούπισε τα γυαλιά του με το δάχτυλο και σήκωσε την κατάνα.
Η ατμόσφαιρα πάγωσε.
Και ο Αρίβαλος όρμησε για τη σκυλοτροφή.

3. Το πιο υπέρογκο πλάσμα του κόσμου

Ήταν απλωμένος σαν αστερίας μπρούμητα στο κρεβάτι του. Ο ανεμιστήρας στο ταβάνι κόντευε να απογειωθεί, αλλά παρόλο που ο κώλος του κρύωνε, καθώς το απαλό αεράκι του χάιδευε τις άσπρες τρίχες τις κωλοχαράδρας του, τα κρεμαστά γέρικα βυζιά του έλιωναν σα βούτηρο, κολλημένα στο υγρό και βρομερό σεντόνι. Τι γαμώζεστα είναι αυτή.
Δώδεκα η ώρα.

Τα ποσοστά θνησιμότητας στους γέρους το καλοκαίρι θυμίζουν τους λουκουμάδες τις γιαγιάς Κοκός. Φουσκωμένοι και γεμάτοι θάνατο. Στα τελευταία της τα είχε χάσει, και τη φορά που μπέρδεψε τη μερέντα με το γράσο μηχανής του Μπαρμπαμιχάλη τέσσερις άνθρωποι πεθάναν, συμπεριλαμβανομένων του Μπαρμπαμιχάλη, της γιαγιάς Κοκός, του ταχυδρόμου και του παπά της ενορίας παπά-Λάζαρου, που μεγάλη εβδομάδα σίγουρα δεν έπρεπε να τρώει λουκουμάδες και σίγουρα κανείς δεν περίμενε να αναστηθεί το Σάββατο.

Δώδεκα και μισή.

Το γενικό πρωτόκολο διαβίωσης του ηλικιωμένου συνιστά πολύ πρωινό ξύπνημα προκειμένου ο γέρος να προλάβει τη ζωή. Αν και πολλές φορές, ένα απλό ξύπνημα είναι αυτο που έχει πραγματικά σημασία.Παρόλ' αυτά ο Μήτσος, καθώς και ο απέναντι γερόβλακας είναι άνθρωποι που δρούνε τη νύχτα, και τα σημάδια του μένους τους ξεσκεπάζονται μόνο μετά τις πρώτες πρωινές ηλιαχτίδες. Διάσημα περιοδικά, όπως το αγγλικό I'm Old and I'm Not Happy About It, τους έχουν χαρακτηρίσει ώς: ιδιοφυείς, ημίτρελοι μπάσταρδοι και επικείμενη απειλή για τα μύδια, τα δαμάσκινα χωρίς κουκούτσι, το Δημητράκη και τέσσερα άλλα πράγματα. (genius, half-looney bastards and an impending doom to mussels, prunes without pit, little Dimitri and four other things)
Με τα πολλά σηκωσε τα θλιβερά κωλομάγουλά του απ' το σεντόνι, έβαλε την μπορντό ρόμπα του, την καλοκαιρινή εκείνη με το γόνατο απ' έξω, το οποίο ήταν μισοκαλυμένο από την μακριά γκρί κάλτσα του, και έσυρε την πέτσα του μέχρι το κουδούνι του Τάσου.
Το κουδούνι του Τάσου.
 Ένας τόσο έξυπνός και συνάμα τόσο τραγικός μηχανισμός. Ο Λάκης, το καναρίνι του Τάσου, απεβίωσε μια δευτέρα σαν και τη σημερινή 2 χρόνια πριν. Ο Τάσος σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεπεράσει το χαμό του και έχοντας ηχογραφημένο ένα ηχητικό σάμπλ του Λάκη, επισκέφτηκε τον παλιό του φίλο Χρήστο, ο οποίος είναι σκουρόχρωμος από την Αφρική και μπορεί να βρεί λύση στα προβλήματά σου σε 48 ώρες. Έτσι ο μεγάλος σαμάνος Χρήστος κάλεσε την ψυχή του Λάκη από τη Βαλχάλα και παγίδευσε τη φωνή του σε ένα κουδούνι.
Το κουδούνι του Τάσου.
Το πάτησε. Ο Λάκης τιτίβισε. Άνοιξε η πόρτα.
Τσάι;” είπε η πλούσια κάτασπρη χαίτη του Τάσου κάτω απ τη σκοτεινή είσοδο του χόλ Χαμήλωσε τα γυαλία στη μύτη του και κοίταξε το Μήτσο στα μάτια.
Φράπα.” απάντησε ο καλεσμένος.
Πέρασε.”
Και ο αλλόγερος πέρασε.

2. Ο κύβος ερήμην

Ήταν από τα πιο γαμιστερά μύδια που είχε φάει ποτέ. Εξίσου καλά με του Τάσου. Έπρεπε να παραδεχτεί οτι ο αχώνευτος τον είχε φτάσει στις μαγειρικές ικανότητες. Μειδίασε. Πήρε μία χαρτοπετσέτα και σκούπισε το μυδίασμα απ' το κωλοσάγωνό του.
Τελευταία ο Τάσος την είχε δεί εφευρέτης. Είχε φτίαξει κάμποσες πατέντες. Το μοντάρισμα του στον κύβο του ρούμπικ, με ένα χρώμα μόνο για ανεγκέφαλους, πουλούσε ήδη. Σε χρώματα ουράνιου τόξου για τους μικρούς μας φίλους και απεμπλουτισμένου ουρανίου, για πρώην πυρηνικούς επιστήμονες, έλεγε η διαφήμιση.
Δεν μπορούσε να κάθεται με σταυρωμένα χέρια, ενώ ο εχθρός δούλευε. Τα σχεδία για τον επικηκυντή μασχάλης ήταν ήδη έτοιμα. Σε λίγο ο κόσμος θα κυκλοφορούσε έξω με δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη και ο Τάσος θα έπερνε το νόμπελ ευρεσιτεχνίας που χρόνια λιγουρευόταν. Δεν θα το επέτρεπε αυτό.
Εκάτσε μπροστά στο νιπτήρα σκεπτικός. Ήθελε να πλύνει τα χέρια του, αλλά είχε τελειώσει το σαπούνι. Δεν πειράζει. Έβαλε υγρό πιάτων. Πρίν αφήσει κάτω το μπουκάλι το ζούληξε και μπουρμπουλήθρες βγήκαν απ' το στόμιο. Κάτι έπρεπε να κάνει. Αλλά τι; Η ματιά του έπεσε πανω σε ένα χωριάτικο λουκάνικο που έχασκε ανέμελο στον πάγκο της κουζίνας. Δύο ντομάτες δεξιά κι αριστερά του έκαναν παρέα. Έφαγε ντεζαβού. Η όλη σκηνή κάτι του θύμιζε. Κάτι από τα παλιά. Μπουρμπουλήθρες. Λουκάνικο. Παλιά. Πούτσα. Επιτυχία. Ξαφνικά το είχε.

Πήρε τηλέφωνο τον Τάσο.
Τι θές;” ακούστηκε η φωνή του Τασου από την άλλη άκρη του ακουστικού.
Πού ξές ότι είμαι εγώ;” απάντησε ο Μήτσος.
Έχω αναγνώριση.”
Α. Τι κάνεις;”
Τρώω δαμάσκηνα.”
Με τόσα δαμασκηνα που τρώς πρέπει να περνάς τη μισή μέρα χέζοντας.” ειρωνεύτικε ο Μήτσος.
Μ'αρέσει να πουλάω τα πούρα χονδρική” απάντησε αποστομωτικά ο Τάσος.
Σε έχω.” είπε ο Μήτσος αγνοώντας τον και κοίταξε στο τραπέζι μπροστά του, όπου είχε ακουμπισμένο το δημιούργημά του. Ήταν ένα λουκάνικο τυλιγμένο σε μπουρμπουληθρόχαρτο. Ένα προχειρο πρωτότυπο, αλλά ήδη στο μυαλό του έπαιζε το σλόγκαν της διαφημιστικής του καμπάνιας. “Σεξουαλικώς μεταδιδώμενα βοηθήματα. Η απόλαυση ποτέ δεν ήταν τόσο εθιστική.”

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

1. Το βάρος του πετρωμένου

Σήκωσε τις πέτρινες απ' τον ιδρώτα κάλτσες του. Τις φόρεσε. Ένιωσε την υφή της άμμου στις πατούσες του, καθώς έκανε μερικά βήματα προς το ψυγείο.
Μονο μαλλί τις γριάς. Σαν εκείνο το καλοκαίρι που τρώγανε μαλλί τις γρίας. Τι γέλιο είχανε ρίξει με την καημένη τη γιαγιούλα. Ή τοτε που ο Μήτσος του χάκαρε το πισι και ξόδεψε όλη την κάρτα του, δύο χιλιαρικάκια όχι αστεία, σε μαλλί τις γριάς. Και να σου ο Τάσος μια ωραία πρωϊα, σα και τη σημερινή λογου χάρη, ανοίγει την πόρτα και βρίσκεται ξαφνικά στο δρόμο με άδειες τσέπες και ένα μεγάλο ροζ ζαχαρωτό παρέα. Και ειχε και ζάχαρο.
Θυμήθηκε το Μήτσο και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Είχε και πίεση.
Πήγε και πήρε το μπαστούνι του πάνω απο το τζάκι. Πλησίασε την πόρτα και κρέμασε την τραγιάσκα του στον καλόγερο. Δώρο της Λένας, δεν ήθελε να λερωθεί.
Βγήκε έξω και αντίκρισε το σπίτι του υποχθόνιου.
Έσκυψε και έπιασε μια πέτρα απ' το έδαφος. Είχε πάνω τις μια ξεραμένη κουράδα. Τέλεια.
Την πέταξε με δύναμη στο απέναντι παράθυρο. Ο ήχος απ' τα γυαλία που έσπασαν τρόμαξε το σκύλο του τον Αρίβαλο, που άρχισε να γαβγίζει.
Κάτω Αρίβαλε!” φώναξε ο γέρος.
Το φώς στο απέναντι σπίτι άνοιξε κι απ' την πόρτα ξεπρόβαλαν δύο μεγάλες φαβορίτες κολημένες πάνω σε ένα γλόμπο με γαμψή μύτη και στραβό πιγούνι.
Μήτσο, μεγαλύτερε εχθρέ μου!” είπε ο Τάσος κοιτάζοντάς τον μέσα απ' τα πολυεστιακά γυαλιά του.
Ο αντίγερος έκανε μία κίνηση πλέιμομπιλ με το πι του και τον πλησίασε.
Ο σκύλος σώπασε.
Θα τις φάς Τάσο!” ανταπάντησε ο Μήτσος.
Κι άρχισε το μακελειό.