Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

4. Η πέτρα του σανδάλου

Η φάση στο σπίτι του Τάσου ήταν ζεν και δε συμαζεύεται. Χάντρες κρεμόταν απ' το ταβάνι και μπονσάι φύτρωναν στο έδαφος. Σκοτεινές ούγκα μπούγκα μουτσούνες κοίταζαν τον Μήτσο απ' τους τοίχους του σαλονιού. Αυτός ατάραχος, καθισμένος στον καναπέ μπροστά στο κοντό γυάλινο τραπέζι περίμενε το φραπέ του. Αρωματικά ξυλάκια έκαιγαν. Με άρωμα παπουδίλας, το πλέον αναγκαίο αξεσουάρ για κάθε σπίτι ηλικιωμένου.
Έχωσε το μεγάλο του δάχτυλο στο τριχωτό του ρουθούνι μέχρι να πιάσει εγκέφαλο. Έξυσε τα τοιχώματα και έβγαλε απο μέσα το ξεραμένο μυξόνι, το έκανε μπαλίτσα και στόχευσε το τσάι του Τάσου που τον περίμενε στο τραπέζι. Κατα τη ρίψη του μυξοσβόλου, και μην έχοντας υπολογίσει σωστά τη μαλακότητα του, η αηδία κόλησε στο νύχι του δείκτη του. Χωρίς δισταγμό, αλλά όσο πιο διακριτικά μπορόυσε βούτηξε ολόκληρο το δάχτυλο στην κούπα του αγαμογέροντα.
Από την πορτα της κουζίνας με την άκρη του ματιού του ο Τάσος είδε την ύπουλη κίνηση του φαλάκρα. Εξίσου αθόρυβα κάλεσε το πηχτό, πράσινο κακό από τη μύτη στο στόμα του και άφησε τη ροχάλα να γίνει ένα με το φραπόγαλο του Μήτσου.
Κάθησαν ο ένας απέναντι στον άλλο και κοιτάξαν για δυο στιγμές τα ποτά τους. Ρούφηξαν δυνατά. Ο ήχος της εκπνοής απόλαυσης της πρώτης γουλιάς έσπασε τη σιωπή.
Ο Αρίβαλος μπήκε στο παρτέρι μου και τα έκανε μουνί.” είπε ο Μήτσος με παγερή φωνή.
Σκύλος είναι Μήτσο, πως περιμένεις να τιθασεύσω ένα τέτοιο θεριό;” απάντησε ο Τάσος.
Πρίν προλάβει να τελειώσει τη φράση του το τραπέζι είχε αναποδογυρίσει, ο Τάσος βρισκόταν ανάσκελα και ο γεροκόνδορας στον αέρα με το πι έτοιμο να χτυπήσει. Με ένα γρήγορο σήκωμα του μπαστουνιού κατάφερε να βρεί τον Μήτσο καθώς ερχόταν στο σαγόνι και να τον πετάξει πίσω. Ο μπέντζαμιν στο βάθος του σαλονιού συνάντησε απότομα τα κωλομάγουλα του γέρου και έγινε ένα με το μάλινο χαλί, το άσπρο, εκείνο από 100% καθαρό πρόβατο.
Ο καβγάς μόλις είχε αρχίσει.
Με τα χείλια ζόρια και κόκκινα απ' το αίμα ο Μήτσος σηκώθηκε.
Πάλι δε φοράς κάλτσες και φαίνονται τ'αρχίδια σου βρωμοχίπη.” είπε ειρωνικά στον Τάσο και του έκανε κωλοδάχτυλο. Στο καπάκι αρπάζει μια σακούλα με σκυλοτροφή και την εκτοξεύει στη μαλλιαρή κεφάλα του άλλου. Ο Τάσος δέχτηκε τη σακούλα στη μάπα και περιλουσμένος με τη σκυλοτροφή, έχασε την ισορροπία του και χτυπώντας στο τζάκι έφαγε το κάδρο του παππού Φαιοχήτων κολάρο.
Ποταπέ γεροντίλε, θα σε αποκεφαλίσω με την κατάνα μου και θα ρουφήξω επιδεικτικά το τσάι μου απο το άδειο σου κρανίο.” είπε ο Τάσος μισοτυφλωμένος και τράβηξε την αρχαία κατάνα των προγόνων του μέσα απ' το μπαστούνι του.
Ο Μήτσος πάτησε ένα κουμπί στη λαβή του πι και μαχαίρια βγήκαν απ' τις άκρες του. Κοίταξε τον εχθρό κάτω από τα πολύτριχα φρύδια του και έσφιξε τις γροθιές στης λαβες του όπλου του.
Ο Τάσος σκούπισε τα γυαλιά του με το δάχτυλο και σήκωσε την κατάνα.
Η ατμόσφαιρα πάγωσε.
Και ο Αρίβαλος όρμησε για τη σκυλοτροφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου